Ἀράξης — masc acc pl (attic epic doric) Ἀράξης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἀράξης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράξης — ἄραξις dashing fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀράξα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀραξῶν — Ἀράξης masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράξεα — Ἀράξης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράξην — Ἀράξης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράξιος — Ἀράξης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
АРАКС — • Araxes, Άράξης, 1. река в Армении (Arr. 7, 16, 3), н. Араке, соединившись с рекой Киром (Кура), впадает в Каспийское море; 2. река близ Персеполя, н. Бендемир, впадает в соляное озеро Бахтегкан. Arr. 3, 18, 6 … Реальный словарь классических древностей
Ἀράξα — Ἀράξᾱ , Ἀράξης masc acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)